Ντιν, Τζέιμς

Ντιν, Τζέιμς
(James Dean, Φέρμοντ 1931 – Πάσο Ρόμπλες 1955). Αμερικανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπουδαστής του Άκτορς Στούντιο του Ελίας Καζάν και του Λι Στράσμπεργκ, είχε μια εκθαμβωτική σταδιοδρομία τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Το 1954, για την ερμηνεία του στον Ανηθικολόγο, θεατρική διασκευή του ομώνυμου έργου του Αντρέ Ζιντ, τιμήθηκε με τρία βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Theatre World Award για τον καλύτερο πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό της χρονιάς. Το 1955 έπαιξε σε τρεις ταινίες - Ανατολικά της Εδέμ του Ηλία Καζάν, Επαναστάτης χωρίς αιτία του Νίκολας Ρέι και Ο γίγας του Τζορτζ Στίβενς - χάρη στα οποία απέκτησε τεράστια δημοτικότητα. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, ο Ν. σκοτώθηκε σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα. Για τη νευρώδη και ορμητική ηθοποιία του, για τον οργισμένο και ατίθασο χαρακτήρα του, θεωρήθηκε το σύμβολο μιας οργισμένης, ανήσυχης και ανικανοποίητης νεολαίας. Ο Αμερικανός ηθοποιός Τζέιμς Ντιν με την Ελίζαμπεθ Ταίηλορ σε μια σκηνή της ταινίας «Ο γίγας».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ντην, Τζαίημς — Βλ. λ. Ντιν, Τζέιμς …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • Μπράντο, Μάρλον — (Marlon Brando, Νεμπράσκα 1924 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Αρρενωπός, με αθλητικό παράστημα και καλή άρθρωση, έγινε ένα από τα σύμβολα μιας ολόκληρης γενιάς κατακτώντας τη δημοσιότητα με τρόπο τέτοιο που… …   Dictionary of Greek

  • Νιούμαν, Πολ — (Paul Newman, Κλίβελαντ 1925 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός. Ταλαντούχος και γοητευτικός με εκφραστικά γαλάζια μάτια, ήταν για πολλά χρόνια η προσωποποίηση του αμερικανικού ονείρου και δούλευε ήδη ως επαγγελματίας ηθοποιός ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”